- καπνηρός
- καπνηρός, rauchig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek